ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| διηθώ | filter |
| φιλτράρω | filter |
| διήθηση (η) | filter |
| φιλτράρισμα (το) | filter |
| Φίλτρο (το), φιλτράρω, διηθώ | filter |
| τράπεζα φίλτρων | filter bank |
| φιλτραρισμένη ομιλία (η) | filtered speech |
| τελικός-ή-ό | final (F) |
| τελική πρόταση | final clause |
| τελικό σύμφωνο | final consonant |