ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| περιοριστικό πρώτο πρόσωπο | exclusive first person |
| αποκλειστικό πρώτο πληθυντικό πρόσωπο | exclusive first person plural |
| διάκριση περιληπτικού | exclusive opposition |
| συνθήκη της αποκλειστικότητας (η) | exclusivity condition |
| επένθεση (η) | excrescence |
| εξηγητική (η) | exegesis |
| υπόδειγμα (το) | exemplar |
| θεωρία υποδειγμάτων (η) | exemplar theory |
| εξήγηση με παραδείγματα (η) | exemplification |
| διεξοδική σταθερή μερική διάταξη (η) | exhaustive constant partial ordering |