ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| αξιολόγηση (η) | evaluation |
| μετρικές αξιολόγησης (οι) | evaluation metric |
| πρόβλημα της αξιολόγησης (το) | evaluation problem |
| διαδικασία αξιολόγησης | evaluation procedure |
| Πρακτορείο Κατανομής Αξιολογήσεων και Γλωσσικών Πόρων (το) | Evaluations and Language Resources Distribution Agency (ELDA) |
| αξιολογητικός,-ή,-ό | evaluative |
| αξιολογητική κατανόηση (η) | evaluative comprehension |
| Αξιολογητής (ο) (ΑΞΙΟΛ) | evaluator (EVAL) |
| αποφευκτικός-ή-ό | evasive |
| γεγονός | event |