ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| ευθύς-εία-ύ | direct |
| Άμεσος-η-ο, ευθύς-εία-ύ | direct |
| ευθύς λόγος (ο) | direct discourse |
| άμεση καταχώρηση (η) | direct entry |
| ευθεία μέθοδος | direct method |
| άμεση μέθοδος | direct method |
| άμεσο αντικείμενο | direct object |
| άμεσο μαρκάρισμα του προσώπου (το) | direct person marking |
| προηγείται άμεσα | direct precedence |
| ευθεία ερώτηση | direct question |