ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| αποσυμπίεση (η) | decompression |
| αποδόμηση (η) | deconstruction |
| αποκρεολοποίηση (η) | decreolization |
| απομιγαδοποίηση | decreolization |
| Αποκρεολοποίηση (η), Απομιγαδοποίηση (η) | decreolization |
| αποκρεολοποιώ | decreolize |
| απομιγαδοποιώ | decreolize |
| ερμηνεία ντε ντίκτο (de dicto) | dedicto interpretation |
| συνεπαγωγική μάθηση (η) | deductive learning |
| βαθιά | deep |