ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| πολιτισμικό σοκ (το) | culture shock |
| πολιτισμικά δεσμευμένα λεξικά στοιχεία (τα) | culture-bound lexical items |
| εξειδικευμένο λεξικό ενός πολιτισμού (το) | culture-specific dictionary |
| εξειδικευμένο λεξιλόγιο μιας κουλτούρας | culture-specific vocabulary |
| αθροιστικό ευρετήριο (το) | cumulated index |
| Συσσωρευτικός-ή-ό | cumulative |
| συσσωρευτική μορφική εκπροσώπηση (η) | cumulative exponence |
| συσσωρευτική συνωνυμία (η) (λεξικό συνωνύμων) | cumulative synonymy |
| συσσωρευτικός θησαυρός (ο) | cumulative thesaurus |
| σφηνοειδής γραφή | cuneiform |