ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| υποκείμενο αντίδρασης (το) | counter-agent |
| αντιαπαγορεύω | counterbleed |
| αντιαπαγόρευση (η) | counterbleeding |
| αντιαπαγόρευση (η) | counter-bleeding |
| αντιπαράδειγμα (το) | counter-example |
| αντιπραγματικός,-ή,-ό | counter-factual |
| αντιγεγονοτικός-ή-ό | counter-factual |
| αντιτροφοδότηση (η) | counter-feeding |
| αντιδιαισθητικός,-ή,-ό | counter-intuitive |
| αντιδιαισθητικότητα (η) | counter-intuitiveness |