ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αρχή του βάρους (η) | weight principle |
στάθμιση | weighting |
συντελεστής βαρύτητας | weighting factor |
βάρος προς τόνο (το) | weight-to-stress |
μοντέλο γλωσσικής αλλαγής των Weinreich-Labov-Herzog (το) | Weinreich–Labov–Herzog model of language change |
θεωρία κύματος (η) | Wellen theorie |
ορθώς σχηματισμένος,-η,-ο | well-formed |
ορθός σχηματισμός (ο) | well-formedness |
Kόρπους της Προφορικής Αγγλικής της Νέας Ζηλανδίας του Ουέλλινγκτον (το) | Wellington Corpus of Spoken New Zealand English (WSC) |
Ουαλλικά | Welsh |