ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ασθενώς ισοδύναμος-η-ο weakly equivalent
λέξη–νυφίτσα weasel word
ατμοσφαιρικό it (το) weather it
μετεωρολογικό it (το) weather it
Ατμοσφαιρικό it (το), μετεωρολογικό it (το) weather it
ατμοσφαιρικό/μετεωρολογικό ρήμα (το) weather verb
Διαδίκτυο ως κόρπους (το) Web as corpus
ιστότοπος (ο), ιστοσελιδα (η) website
βάρος (το) weight
παράγοντας στάθμισης weight factor