ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ασθενώς ισοδύναμος-η-ο | weakly equivalent |
λέξη–νυφίτσα | weasel word |
ατμοσφαιρικό it (το) | weather it |
μετεωρολογικό it (το) | weather it |
Ατμοσφαιρικό it (το), μετεωρολογικό it (το) | weather it |
ατμοσφαιρικό/μετεωρολογικό ρήμα (το) | weather verb |
Διαδίκτυο ως κόρπους (το) | Web as corpus |
ιστότοπος (ο), ιστοσελιδα (η) | website |
βάρος (το) | weight |
παράγοντας στάθμισης | weight factor |