ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
υπερωικοποιημένος,-η,-ο | velarised |
υπερωικοποίηση (η) | velarization |
υπερωικοποιώ | velarize |
υπερωικοποιημένος | velarized |
υπερωικός,-ή,-ό | velic |
υπερωική φραγή / υπερωικός φραγμός (o) | velic closure |
υπερωικό άνοιγμα (το) | velic opening |
υπερώα (η) | velum |
μαλακός ουρανίσκος (o) | velum |
Βενετική (η) (γλώσσα) | venetic |