ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
υποχαρακτηρίζω | underspecify |
κατανόηση (η) | understanding |
υποβάθμιση (η), υποεκτίμηση (η), σχήμα λιτότητας (το) | understatement |
κυμάτωση | undulation |
κυματισμός | undulation |
ανεργαστικός,-ή,-ό | unergative |
ανεργαστικό ρήμα (το) | unergative verb |
μη εστιασμένες διεκπεραιωτικές δραστηριότητες | unfocused task-based approach |
ακυβέρνητος | ungoverned |
μη κυβερνώμενος-η-ο | ungoverned |