ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
υποχαρακτηρίζω underspecify
κατανόηση (η) understanding
υποβάθμιση (η), υποεκτίμηση (η), σχήμα λιτότητας (το) understatement
κυμάτωση undulation
κυματισμός undulation
ανεργαστικός,-ή,-ό unergative
ανεργαστικό ρήμα (το) unergative verb
μη εστιασμένες διεκπεραιωτικές δραστηριότητες unfocused task-based approach
ακυβέρνητος ungoverned
μη κυβερνώμενος-η-ο ungoverned