ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
θεωρία του μοναδιαίου συστατικού (η) unary component theory
μη δασυνόμενος-η-ο unaspirated
ασύνδετος–η,-ο unassociated
μη συνδεδεμένο χαρακτηριστικό unassociated feature
μη δεσμευμένος-η-ο unbound
αδέσμευτος,-η,-ο unbounded
αδέσμευτη εξάρτηση (η) unbounded dependency
μη ανακεκομμένο unchecked
Μη ανακεκομμένος-η-ο unchecked
στρογγυλόσχημη γραφή (η) uncial