ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συντετμημένος ορισμός (ο) | truncated definition |
περικοπή(η) | truncation |
αποκοπή | truncation |
κανόνας περικοπής (ο) | truncation rule |
ετοιμοπαράδοτο σύστημα | trunkey system |
αλήθεια | truth |
συνθήκη αλήθειας | truth condition |
των συνθηκών αλήθειας | truth conditional |
όροι αληθείας | truth conditions |
συνθήκη αληθείας | truth conditions |