ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
μεταφραστής (ο) translator
μεταγραμματίζω transliterate
μεταγραφή transliteration
Μεταγλώττιση (η) transliteration
διαφάνεια (η) transparency
διαπερατότητα (η) transparency
αρχή της διαφάνειας transparency principle
διαπερατός-ή-ό transparent
διαπερατός-ή-ό, διαφανής-ής-ές transparent
διαφανές/διαπερατό περικείμενο (το) transparent context