ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μεταβατικός,-ή,-ό | transitive (tr, trans) |
μεταβατικός-ή-ό | transitive (tr, trans) |
μεταβατικό επίθετο (το) | transitive adjective |
μεταβατική σχέση (η) | transitive relation |
μεταβατικές σχέσεις | transitive relations |
μεταβατικό ρήμα | transitive verb |
μεταβατική ρηματική φράση (η) | transitive verb phrase |
μεταβατικότητα (η) | transitivity |
αποτυχίες μεταβατικότητας (οι) | transitivity failures |
μεταφρασιμότητα | translatability |