ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
μεταβατικός,-ή,-ό transitive (tr, trans)
μεταβατικός-ή-ό transitive (tr, trans)
μεταβατικό επίθετο (το) transitive adjective
μεταβατική σχέση (η) transitive relation
μεταβατικές σχέσεις transitive relations
μεταβατικό ρήμα transitive verb
μεταβατική ρηματική φράση (η) transitive verb phrase
μεταβατικότητα (η) transitivity
αποτυχίες μεταβατικότητας (οι) transitivity failures
μεταφρασιμότητα translatability