ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
μετάβαση (η) transition/transient
μετάβασης (της) transitional
περιοχή μετάβασης (η) transitional area
μεταβατική δίγλωσση εκπαίδευση (η) transitional bilingual education
μεταβατική ικανότητα transitional competence
χαρακτηριστικό μετάβασης (το) transitional feature
Χαρακτηριστικό μετάβασης (το) transitional feature/ transient
μεταβατικές πιθανότητες (οι) transitional probabilities
μεταβατικός φθόγγος (ο) transitional sound
μεταπτώσεις transitions