ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μετάβαση (η) | transition/transient |
μετάβασης (της) | transitional |
περιοχή μετάβασης (η) | transitional area |
μεταβατική δίγλωσση εκπαίδευση (η) | transitional bilingual education |
μεταβατική ικανότητα | transitional competence |
χαρακτηριστικό μετάβασης (το) | transitional feature |
Χαρακτηριστικό μετάβασης (το) | transitional feature/ transient |
μεταβατικές πιθανότητες (οι) | transitional probabilities |
μεταβατικός φθόγγος (ο) | transitional sound |
μεταπτώσεις | transitions |