ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
μεταφορά της κατάρτισης (η) transfer of training
στάδιο μεταφοράς/μεταβίβασης (το) transfer stage
αρχή της μεταφοράς/παρεμβολής transfer to somewhere principle
μεταβιβαστικό ρήμα transfer verb
μεταβιβασμένη έννοια (η) transferred sense
μετασχηματίζω transform
μετασχηματισμός (ο) transformation
άσκηση μετασχηματισμού (η) transformation drill
μετασχηματιστικός,-ή,-ό transformational
μετασχηματιστική ανάλυση (η) transformational analysis