ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
τριτότητα thirdness
προστακτική τρίτου προσώπου (η) third-person imperative
κανόνας των «δεκατριών ανδρών» thirteen men rule
Θρακική (η) (γλώσσα) Thracian
τριθέσια αντίστροφα αντώνυμα three-place opposites
τρισθενές ρήμα three-place verb
θεωρία του οριακού επιπέδου (η) threshold hypothesis
οριακό επίπεδο (το) threshold level
κατώφλι ακοής threshold of hearing
λαιμός throat