ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Γενετική-Μετασχηματιστική γραμματική (η) tg grammar
Ταϋλανδέζικα TH
Ταϋλανδέζικα Thai
Ταϋλανδέζος,-α Thai
Κόρπους Ταϋλανδέζων Μαθητών Αγγλικών (το) Thai English Learner Corpus (TELC)
ειδική πρόταση (η) that-clause
πρόταση ότι (η) that-clause
Πρόταση ότι (η), ειδική πρόταση (η) προ­τά­ση-that (η) that-clause
πρόταξη/προσθίωση/προσθιοποίηση του th (η) TH-Fronting
προφορά του th ως κλειστού (η), κλειστοποίηση th (η) TH-Stopping