ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κειμένημα (το), κειμενική μονάδα (η) | texteme |
Κειμενογλωσσολογία (η) | textlinguistics |
κειμενογραφία (η) | textography |
κειμενολογία (η) | textology |
κειμενικό σύστημα αναφοράς (το) | textphoric |
κειμενικός-ή-ό | textual |
κειμενική δομή βιβλίου (η), μεγαδομή (η) | textual book structure |
κειμενική λειτουργία | textual function |
κειμενική σημασία | textual meaning |
σημασία κειμένου | textual meaning |