ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
κειμένημα (το), κειμενική μονάδα (η) texteme
Κειμενογλωσσολογία (η) textlinguistics
κειμενογραφία (η) textography
κειμενολογία (η) textology
κειμενικό σύστημα αναφοράς (το) textphoric
κειμενικός-ή-ό textual
κειμενική δομή βιβλίου (η), μεγαδομή (η) textual book structure
κειμενική λειτουργία textual function
κειμενική σημασία textual meaning
σημασία κειμένου textual meaning