ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Διδασκαλία της Αγγλικής σε Ομιλητές Άλλων Γλωσσών (η) TESOL
τεσιτούρα (η) tessitura
κριτήριο (το) test
τεστ(το) test
Κριτήριο (το), τεστ (το) Test / level
σύνολο τεστ (το) test battery
(εξεταστικό) ερώτημα/ζητούμενο (το) test item
δοκιμασιολογία (η), δοκιμολογία (η), τέστινγκ (το) testing
αξιοπιστία εξετάσεως-επανεξετάσεως (η), αξιοπιστία δια της επανάληψης (της εξετάσεως) (η), αξιοπιστία με επαναχορήγηση δοκιμίου (η), αξιοπιστία των επαναληπτοικών μετρήσεων (η), μέθοδος της επανεξέτασης με το ίδιο τεστ (η), τεχνική ελέγχου-μετελέγχου (η) test-retest reliability
τετρασθενής κατηγορία tetrad