ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
χρόνος (γραμματικός/ρηματικός) | tense (tns, TNS) |
τεταμένος-η-ο | tense (tns, TNS) |
φράση χρόνου (η) | tense phrase (TP) |
τεταμένο φωνήεν | tense vowel |
με χρόνο | tensed |
έγχρονος | tensed |
Έγχρονος-η-ο, Με χρόνο | tensed |
έγχρονος τύπος (ο) | tensed form |
περιορισμός παρεμφατικής πρότασης | tensed sentense condition |
περιορισμός της παρεμφατικής πρότασης (ο) | tensed-S condition |