ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
τέμπο (το) tempo
χρονικός temporal
χρονικός προσδιορισμός/συμπλήρωμα temporal adjunct/complement
χρονική ευθυγράμμιση temporal alignment 
χρονική πρόταση (η) temporal clause
χρονική συμπίεση (η) temporal compression
χρονική δείξη temporal deixis
χρονική διάλεκτος temporal dialect
χρονική πληροφορία (η) temporal information
χρονικός χαρακτηρισμός (ο), χρονικό επίσημα (το) temporal label