ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
τέμπο (το) | tempo |
χρονικός | temporal |
χρονικός προσδιορισμός/συμπλήρωμα | temporal adjunct/complement |
χρονική ευθυγράμμιση | temporal alignment |
χρονική πρόταση (η) | temporal clause |
χρονική συμπίεση (η) | temporal compression |
χρονική δείξη | temporal deixis |
χρονική διάλεκτος | temporal dialect |
χρονική πληροφορία (η) | temporal information |
χρονικός χαρακτηρισμός (ο), χρονικό επίσημα (το) | temporal label |