ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
λεξιλόγιο ταμπού taboo vocabulary
λέξη ταμπού (η) taboo word
μετατροπή σε ταμπού (η), ταμπουποίηση (η) tabooization
συνοψίζω, ταξινομώ σε πίνακες tabulate
ταχυστοσκόπιο (το) tachistoscope
ταχυφημία (η) tachysphemia
σιωπηρός,-ή,-ό tacit
σιωπηρή γνώση tacit knowledge
Αξιώματα της Διακριτικότητας και της Γενναιοψυχίας Tact and Generosity Maxims
τακτική συμπεριφορά (η) tactic behaviour