ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συνταγματική ποικιλότητα | syntagmatic variability |
συνταγματική / παραδειγματική μετατόπιση (η) | syntagmatic/paradigmatic shift |
συνταγματική (η) | syntagmatics |
συντάγμημα (το) | syntagmeme |
συνταγμηματική (η) | syntagmemics |
σύνταξη (η) | syntax |
σύνθεση (η) | synthesis |
συνθετικός-ή-ό | synthetic |
συνθετική προσέγγιση (η) | synthetic approach |
συνθετικό σύνθετο (το) | synthetic compound |