ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συγκοπή (η) | syncopation |
συγκοπή (η) | syncope |
συγκρητισμός (ο) | syncretism |
συγκρητίζω | syncretize |
συνδετικός-ή-ό | syndetic |
σχήμα συνδετό (το) | syndeton |
συνεκδοχή (η) | synecdoche |
συναίρεση (η) | syneresis |
σχήμα κατά σύνεση (το), σχήμα κατά το νοούμενο (το) | synesis |
συνώνυμο (το) | synonym |