ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συγκατηγορηματικό στοιχείο (το) | syncategorematic item |
συγκατηγορηματικός όρος | syncategorematic term |
συγκατηγορηηματική λέξη (η) | syncategorematic word |
συγχρονικός,-ή,-ό | synchronic |
συγχρονία | synchronic |
συγχρονικό κόρπους (το) | synchronic corpus |
συγχρονικά λεξικά | synchronic dictionaries |
συγχρονική γλωσσολογία | synchronic linguistics |
συγχρονικότητα (η) | synchronicity |
συγχρονία (η) | synchrony |