ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
σουαχιλι Swahili
κατάκλυση (η), κυριαρχία της γλώσσας της πλειοψηφίας (η) swamping
υβριστική λέξη (η), βρισιά (η) swear word
υβριστικό λεξιλόγιο swearing vocabulary
Σουηδικά Swedish
εναλλακτική λειτουργία (η) switch function
εναλλακτική αναφορά switch reference
εναλλαγή αναφοράς (η) switch reference
Εναλλαγή αναφοράς (η) switch reference
Κόρπους Τηλεφωνικών Συνομιλιών (το) Switchboard Corpus