ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Υπερεκτίμηση (η) supervaluation
εκμάθηση με επίβλεψη supervised learning
σουπίνο (το) supine
συμπλήρωμα (το), παράρτημα (το) supplement
συμπληρωματική πρόταση supplementary clause
συμπληρωματικές κινήσεις (οι) supplementary movements
συμπληρωματική κατανομή supplementary rule
συμπληρωματική πηγή (η) supplementary source
υποκατάσταση (η) suppletion
υποκατάστατος-η-ο suppletive