ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Υπεροχή (η) superiority
συνθήκη της υπεροχής (η) superiority condition
υπερθετικός-ή-ό superlative
υπερθετικός βαθμός superlative degree
υπερθετικό superlative form
υπερκείμενος-η-ο superordinate
υπερτασσόμενη έννοια superordinate concept
υπερτασσόμενο επίπεδο (το) superordinate level
υπερκείμενη πρόταση (η) superordinate sentence
υπερκείμενος όρος (ο) superordinate term