ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
υποκειμενική εμπειρία (η) subjective experience
γενική υποκειμενική (η) subjective genitive
γενική υποκειμενική (η) subjective genitive
υποκειμενικό τεστ (το) subjective test
υποκειμενισμός subjectivism
υποδιορισμός (ο) subjunct
υλική συνεπαγωγή (η) subjunction
υποτακτική (η) subjunctive (subj, SUBJ, subjun)
υποτακτική έγκλιση (η) subjunctive mood
υπογλώσσα (η) sublanguage