ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
υποκειμενική εμπειρία (η) | subjective experience |
γενική υποκειμενική (η) | subjective genitive |
γενική υποκειμενική (η) | subjective genitive |
υποκειμενικό τεστ (το) | subjective test |
υποκειμενισμός | subjectivism |
υποδιορισμός (ο) | subjunct |
υλική συνεπαγωγή (η) | subjunction |
υποτακτική (η) | subjunctive (subj, SUBJ, subjun) |
υποτακτική έγκλιση (η) | subjunctive mood |
υπογλώσσα (η) | sublanguage |