ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
υποκείμενο του λόγου | subject of discourse |
θέση υποκειμένου | subject position |
ανύψωση υποκειμένου (η) | subject raising |
θεματοποίηση υποκειμένου | subject thematization |
ανύψωση υποκειμένου σε αντικείμενο (η) | subject to object raising |
αντιστροφή υποκειμένου-βοηθητικού (η) | subject-auxiliary inversion |
λεξικό θεματικού πεδίου (το) | subject-field dictionary |
μοντέλο υποκειμένου-κατηγορήματος (το) | subject-predicate model |
γλώσσα με εξέχον το υποκείμενο (η) | subject-prominent language |
ανύψωση υποκειμένου (η) | subject-raising |