ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
υποκείμενο του λόγου subject of discourse
θέση υποκειμένου subject position
ανύψωση υποκειμένου (η) subject raising
θεματοποίηση υποκειμένου subject thematization
ανύψωση υποκειμένου σε αντικείμενο (η) subject to object raising
αντιστροφή υποκειμένου-βοηθητικού (η) subject-auxiliary inversion
λεξικό θεματικού πεδίου (το) subject-field dictionary
μοντέλο υποκειμένου-κατηγορήματος (το) subject-predicate model
γλώσσα με εξέχον το υποκείμενο (η) subject-prominent language
ανύψωση υποκειμένου (η) subject-raising