ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
δομημένος structured
δραστηριότητες δομημένου γλωσσικού εισαγόμενου structured input
δομημένο στοιχείο απάντησης (το) structured response item
μαθητοκεντρική μάθηση (η) student-centred learning
δεξιότητες μελέτης (οι) study skills
παράδοξο του Στουρτεβαντ (το) Sturtevant’sparadox
τραυλισμός (ο) stuttering
τραυλισμός stuttering
ύφος (το) style
διορθωτής στυλ/ύφους (ο) style checker