ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
δομημένος | structured |
δραστηριότητες δομημένου γλωσσικού εισαγόμενου | structured input |
δομημένο στοιχείο απάντησης (το) | structured response item |
μαθητοκεντρική μάθηση (η) | student-centred learning |
δεξιότητες μελέτης (οι) | study skills |
παράδοξο του Στουρτεβαντ (το) | Sturtevant’sparadox |
τραυλισμός (ο) | stuttering |
τραυλισμός | stuttering |
ύφος (το) | style |
διορθωτής στυλ/ύφους (ο) | style checker |