ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
δομικό αναλυτικό πρόγραμμα (το), δομική διδακτέα ύλη (η) structural syllabus
Δομική λέξη (η) structural word
δομισμός (ο) structuralism
δομιστής (ο) structuralist
δομιστική γραμματική (η) structuralist grammar
δομιστική γλωσσολογία structuralist linguistics
δομιστική φωνολογία (η) structuralist phonology
δομικά αμφίσημος-η-ο structurally ambiguous
δομικά αμφίσημη πρόταση structurally ambiguous clause
κυβερνώ/-ώμαι δομικά structurally govern