ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ισχυρή μορφή | strong form |
ισχυρή γενετική δυναμικότητα (η) | strong generative capacity |
ισχυρή γενετική δυναμικότητα (η) | strong generative capacity |
ισχυρή λεξικαλιστική υπόθεση (η) | strong lexicalist hypothesis |
ισχυρό ρήμα (το) | strong verb |
ισχυρά επαρκής | strongly adequate |
ισχυρώς ισοδύναμος-η-ο | strongly equivalent |
δομικός,-η,-ο | structural |
δομική / δομιστική γλωσσολογία (η) | structural /structuralist linguistics |
δομική αμφισημία (η) | structural ambiguity |