ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ισχυρή μορφή strong form
ισχυρή γενετική δυναμικότητα (η) strong generative capacity
ισχυρή γενετική δυναμικότητα (η) strong generative capacity
ισχυρή λεξικαλιστική υπόθεση (η) strong lexicalist hypothesis
ισχυρό ρήμα (το) strong verb
ισχυρά επαρκής strongly adequate
ισχυρώς ισοδύναμος-η-ο strongly equivalent
δομικός,-η,-ο structural
δομική / δομιστική γλωσσολογία (η) structural /structuralist linguistics
δομική αμφισημία (η) structural ambiguity