ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
διαπεραστικότητα (των στενωτικών τριβόμενων ήχων)(η) | stridency |
συριστικότητα (η) | stridency |
διαπεραστικότητα (των στενωτικών τριβόμενων ήχων) (η), συριστικότητα (η) | stridency |
στενωτικός τριβόμενος (ο) | strident |
συριστικός (ο) | strident |
Στενωτικός τριβόμενος (ο), Συριστικός-ή-ό | strident |
αλυσίδα | string |
διαδοχή στοιχείων (η) | string |
στοιχειοσειρά | string |
Διαδοχή στοιχείων (η) | string |