ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
στρώμα | stratum |
Στιβάδα / στρώμα (η/το) | stratum |
Επίπεδο/α / στρώμα/τα (το/τα) | Stratum, strata |
αδέσποτος,-η,-ο | stray |
αποκομμένος,-η,-ο | stray |
αδέσποτος-η-ο, αποκομμένος-η-ο | stray |
εξάλειψη αδέσποτων στοιχείων | stray erasure |
προσάρτηση αδέσποτης συλλαβής | stray syllable adjunction |
ισχύς (η) | strenght |
ισχύς της γραμματικής (η) | strength of grammar |