ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
στρωματική φωνολογία (η) stratal phonology
στρατηγικές strategies
στρατηγική (η) strategy
στρωματικός,-ή,-ό stratic
Διαστρωμάτωση2 (η) stratification
διαστρωματικός-ή-ό stratificational
Διαστρωματική γραμματική (η) stratificational grammar
Διαστρωματική γραμματική (η) stratificational grammar
διαστρωματική δειγματοληψία (η) stratified sample
στρώμα (το) stratum