ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
στρωματική φωνολογία (η) | stratal phonology |
στρατηγικές | strategies |
στρατηγική (η) | strategy |
στρωματικός,-ή,-ό | stratic |
Διαστρωμάτωση2 (η) | stratification |
διαστρωματικός-ή-ό | stratificational |
Διαστρωματική γραμματική (η) | stratificational grammar |
Διαστρωματική γραμματική (η) | stratificational grammar |
διαστρωματική δειγματοληψία (η) | stratified sample |
στρώμα (το) | stratum |