ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
στερεότυπο (το) stereotype
Στερεοτυπικός-ή-ό stereotypical
τεταμένες φωνητικές πτυχές (οι) stiff vocal folds
στίγμα (το) stigma
στιγματισμός (ο) stigmatization
γλωσσιδικό stimmeinsatz
διέγερση stimulation
ερεθίσματα stimuli
διεγέρσεις stimuli
Ερέθισμα (το) stimulus