ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
στερεότυπο (το) | stereotype |
Στερεοτυπικός-ή-ό | stereotypical |
τεταμένες φωνητικές πτυχές (οι) | stiff vocal folds |
στίγμα (το) | stigma |
στιγματισμός (ο) | stigmatization |
γλωσσιδικό | stimmeinsatz |
διέγερση | stimulation |
ερεθίσματα | stimuli |
διεγέρσεις | stimuli |
Ερέθισμα (το) | stimulus |