ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Στατιστική καθολική αρχή (η) statistical universal
στατιστικά καθολικά statistical universals
στατιστικές καθολικές αρχές statistical universals
καταστασιακός-ή-ό stative (stat, STAT)
στατικός stative (stat, STAT)
καταστασιακά ρήματα stative verb / state verbs
στατικά ρήματα stative verb / state verbs
καταστασιακές statives
καταστασιακότητα (η) stativity
θέση status