ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
διασπασμένο αμετάβατο (το) | split-intransitive |
υπόθεση της διασπασμένης μορφολογίας (η) | split-morphology hypothesis |
διαιρέτης (ο) | splitter |
Διάσπαση2 (η) | splitting |
προφορική | spoken |
σώμα προφορικών κειμένων | spoken corpus |
προφορική γλώσσα (η) | spoken language |
ομιλία (η) | spoken language |
ομιλούμενη γλώσσα | spoken language |
μέσο ομιλίας (το) | spoken medium |