ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
διασπασμένο ηγούμενο στοιχείο/σημείο (συν)αναφοράς (το) split antecedent
διηρημένος εγκέφαλος split brain
διασπασμένη εργαστική (η) split ergative
διασπασμένη εργαστικότητα split ergativity
διασπασμένη ευρετηρίαση (η) split indexing
Διασπασμένο απαρέμφατο (το) split infinitive
Διασπασμένο απαρέμφατο (το) split infinitive
διασπασμένη μορφολογία (η) split morphology
διασπασμένη αντικειμενικότητα (η) split objectivity
αξιοπιστία διά της διχοτόμησης της εξέτασης (η) split-half reliability