ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
διασπασμένο ηγούμενο στοιχείο/σημείο (συν)αναφοράς (το) | split antecedent |
διηρημένος εγκέφαλος | split brain |
διασπασμένη εργαστική (η) | split ergative |
διασπασμένη εργαστικότητα | split ergativity |
διασπασμένη ευρετηρίαση (η) | split indexing |
Διασπασμένο απαρέμφατο (το) | split infinitive |
Διασπασμένο απαρέμφατο (το) | split infinitive |
διασπασμένη μορφολογία (η) | split morphology |
διασπασμένη αντικειμενικότητα (η) | split objectivity |
αξιοπιστία διά της διχοτόμησης της εξέτασης (η) | split-half reliability |