ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Απότομη άνοδος (η) | spike |
ελικοειδής | spiral |
σπειροειδής προσέγγιση (η) | spiral approach |
εξακολουθητικό σύμφωνο | spirant |
εξακολουθητικός | spirant |
τροπή σε εξακολουθητικό σύμφωνο | spirantisation |
τροπή σε εξακολουθητικό σύμφωνο | spirantization |
τρέπω σε εξακολουθητικό σύμφωνο | spirantize |
διασπασμένος,-η,-ο | split |
διασπασμένο ηγούμενο στοιχείο/σημείο (συν)αναφοράς (το) | split antecedent |