ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Απότομη άνοδος (η) spike
ελικοειδής spiral
σπειροειδής προσέγγιση (η) spiral approach
εξακολουθητικό σύμφωνο spirant
εξακολουθητικός spirant
τροπή σε εξακολουθητικό σύμφωνο spirantisation
τροπή σε εξακολουθητικό σύμφωνο spirantization
τρέπω σε εξακολουθητικό σύμφωνο spirantize
διασπασμένος,-η,-ο split
διασπασμένο ηγούμενο στοιχείο/σημείο (συν)αναφοράς (το) split antecedent