ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ορθογραφικός διορθωτής (ο) spell(ing) checker
ορθογραφικό λεξικό (το) speller
ορθογραφία (η) spelling
εξέλεγχος ορθογραφίας spelling check
ορθογραφικά λεξικά spelling dictionaries
ορθογραφική προφορά spelling pronunciation
ορθογραφική μεταρρύθμιση (η) spelling reform
εκφορά spellout
ανάδυση spellout
σημείο εκφώνησης (το) spell-out