ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ορθογραφικός διορθωτής (ο) | spell(ing) checker |
ορθογραφικό λεξικό (το) | speller |
ορθογραφία (η) | spelling |
εξέλεγχος ορθογραφίας | spelling check |
ορθογραφικά λεξικά | spelling dictionaries |
ορθογραφική προφορά | spelling pronunciation |
ορθογραφική μεταρρύθμιση (η) | spelling reform |
εκφορά | spellout |
ανάδυση | spellout |
σημείο εκφώνησης (το) | spell-out |