ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εξειδικευμένο λεξικό (το) | specialised dictionary |
εξειδικευμένη λεξικογραφία (η) | specialised lexicography |
εξειδικευμένη σημασία (η) | specialised meaning |
εξειδικευμένη έννοια (η) | specialised sense |
εξειδικευμένο λεξικό (το) | specialist dictionary |
Εξειδίκευση (η) | specialization |
εξειδίκευση (η) | specialization |
είδος | species |
είδια έννοια | specific concept |
Συγκεκριμένη οριστική (ΟΦ) (η) | specific definite |