ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ψέλλισμα (το) | cooing |
ψευδό- | dummy |
ψευδές δίδυμο (το) | fake geminate |
ψευδής-ές | false |
ψευδής αρχάριος (ο) | false beginner |
ψευδές ομόρριζο (το), ψευδοσυγγενής (ο) | false cognate |
Ψευδή ομόρριζα (τα), ψευδοσυγγενείς (οι) | false cognates |
ψευδές ομόρριζο (το), ψευδοσυγγενής (ο) | faux ami |
ψευδο-αμετάβατος-η-ο | pseudo-intransitive |
ψεύδο- | quasi- |