ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

446 results
Greek Term English Term
φυσική γενετική φωνολογία (η) natural generative phonology
φυσικό είδος (το) natural kind
φυσική γλώσσα (η) natural language
φυσική σημασία (η) natural meaning
φυσική μορφολογία (η) natural morphology
φυσική φωνολογία (η) natural phonology
φυσική σημασιολογική μεταγλώσσα (η) natural semantic metalanguage
φυσική σειριακότητα (η) natural serialization
φυσικό σημείο (to) natural sign
φυσικές τάσεις (οι) natural tense