ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

446 results
Greek Term English Term
φαρυγγικοποιημένος-η-ο pharyngealized
φαρυγγικοί φθόγγοι (οι) pharyngeal sounds
φαρυγγική δυσγλωσσία (η) pharyngeal dysglossia
φάρυγγας (ο) pharynx
φάρυγγας faringe
Φαρσί (η) (γλώσσα) Farsi
φανταστική λειτουργία (η) imaginative function
φαινότυπος (ο) phenotype
φαινομενολογική τυπολογία (η) phenomenological typology
φαινόμενο του φωτοστέφανου (το) halo effect