ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Φρυγική (η) (γλώσσα) | Phrygian |
φύλα (τα) | phyla |
φυλογένεση (η) | phylogenesis |
φυλογενετικός,-ή,-ό | phylogenetic |
φυλογενετική σχέση (η) | phylogenetic relationship |
φυλογένεση (η) | phylogeny |
φύλο (το) | phylum |
φυσικό μέσο (το) | physical medium |
Φυσιολογική φωνητική (η) | physiological phonetics |
ΦΔ (φραστικός δείκτης) (ο) | PM |