ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
φυσικός ομιλητής μιας γλώσσας (ο) | native speaker / native-speaker |
φυσικός,-ή,-ό | natural |
φυσικοποίηση (η) | naturalization |
φυσικότητα (η) | naturalness |
φυσικότητα (η) | naturalness |
φωναίσθημα (το) | phon(a)estheme |
φωναισθησία (η) | phon(a)esthesia |
Φωναίσθημα (το), φωναισθησία (η) | Phonestheme, phonesthesia |
Φυσιολογική φωνητική (η) | physiological phonetics |
φυσιολογία φθόγγων (η) | sound physiology |